- μεσοπτερύγιο
- το (Α μεσοπτερύγιον)νεοελλ.ζωολ. ο μεσαίος από τους τρεις κύριους χόνδρους τών θωρακικών πτερυγίων πολλών ψαριώναρχ.στον πληθ. τά μεσοπτερύγιατα μεσαία φτερά τής πτέρυγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + πτερύγιον (< πτέρυξ, πτέρυγος)].
Dictionary of Greek. 2013.